ουλόμενος

ουλόμενος
οὐλόμενος, -ένη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος)
1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ' οὐλόμενον», Ησίοδ.)
2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς
3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένος τ. τής μτχ. τού μέσου αορ. β' ὠλόμην τού ὄλλυμι, με μετρική έκταση τού ο- σε ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὐλόμενος — accursed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομέναις — οὐλόμενος accursed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένη — οὐλόμενος accursed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένην — οὐλόμενος accursed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένης — οὐλόμενος accursed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένους — οὐλόμενος accursed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃ — οὐλόμενος accursed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃσι — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃσιν — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλόμεναι — οὐλόμενος accursed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”